προσαναμιμνήσκω

προσαναμιμνήσκω
Α
1. υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον επιπρόσθετα
2. μέσ. προσαναμιμνήσκομαι
μνημονεύω, αναφέρω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναμιμνήσκω «θυμίζω, υπενθυμίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”